Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

V. Kandinsky

V. Kandinsky ήταν ένας από αυτούς που δίδαξαν στο Bauhaus

ΕΠΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

"Όταν αφήνει κανείς το βλέμμα του να κυλήσει πάνω σε μια καλυμμένη με χρώματα παλέτα, προκύπτουν τότε δύο κύρια αποτελέσματα:

Ι. Παράγεται μια καθαρά φυσική επενέργεια, μαγεύεται δηλαδή το ίδιο το μάτι από την ομορφιά και τις άλλες ιδιό­τητες του χρώματος. Νιώθει ό θεατής ένα συναίσθημα ικα­νοποίησης, χαράς, όπως ένας γαστρονόμος, όταν έχει στο στόμα του μία λιχουδιά. "Η διεγείρεται το μάτι, όπως ό ου­ρανίσκος από ένα πικάντικο έδεσμα. Και ξαναηρεμεί ή δροσίζεται, όπως το δάκτυλο στην επαφή τού πάγου. "Όλα αυτά είναι σε κάθε περίπτωση φυσικά συναισθήματα, και σαν τέτοια μπορούν να είναι μικρής μόνον διάρκειας. Είναι επίσης επιφανειακά και δεν αφήνουν πίσω τους καμιά διαρ­κή εντύπωση, όταν παραμένει ή ψυχή κλειστή. "Όπως ακριβώς μπορεί να βιωθεί με την επαφή τού πάγου μόνον το συναίσθημα ενός φυσικού ψύχους και ξεχνιέται το συ­ναίσθημα αυτό μετά την έπαναθέρμανση τού δακτύλου, ξε­χνιέται με τον ίδιο τρόπο και ή φυσική επενέργεια τού χρώματος, όταν αποστρέφεται ή ματιά. Κι όπως ακριβώς διεγείρει το φυσικό συναίσθημα του ψύχους του πάγου, όταν διεισδύει βαθύτερα, σε άλλα βαθύτερα συναισθήματα και μπορεί να σχηματίσει μια ολόκληρη αλυσίδα ψυχικών βιωμάτων, μπορεί έτσι επίσης να εξελιχθεί ή επιφανειακή εντύπωση του χρώματος σε ένα βίωμα.




Τα συνηθισμένα μόνον αντικείμενα επενεργούν σε έναν μέσης αισθαντικότητας άνθρωπο τελείως επιφανειακά. Εκείνα όμως, τα όποια τίθενται για πρώτη φορά απέναντι μας, ασκούν αμέσως επάνω μας μία ψυχική εντύπωση. "Έτσι αισθάνεται τον κόσμο το παιδί, για το όποιο κάθε αντικείμενο είναι καινούργιο. Βλέπει αυτό το φως, προσελ­κύεται από αυτό, θέλει να το πιάσει, καίει τα δάχτυλα του και τού δημιουργείται φόβος και σεβασμός μπροστά στην φλόγα. Μαθαίνει υστέρα πώς το φως έχει εκτός από εχθρι­κές πλευρές και φιλικές επίσης, πώς διώχνει το σκοτάδι, πώς μακραίνει τη μέρα, πώς μπορεί να ζεσταίνει, να χρησι­μοποιείται για μαγείρεμα και να προσφέρει ένα διασκεδα­στικό θέαμα. Μετά τη συλλογή των εμπειριών αυτών έχει γίνει ή γνωριμία με το φως και οι γνώσεις γι' αυτό το ίδιο εναποθηκεύονται στον εγκέφαλο. Το έντονα έπιτεταμένο εν­διαφέρον εξαφανίζεται, και ή ιδιότητα της φλόγας να παρέ­χει ένα θέαμα αγωνίζεται με πλήρη αδιαφορία ενάντια σ' αυτές. Καταλύεται βαθμιαία πάνω σ' αυτόν τον δρόμο ή μαγεία του κόσμου. Ξέρει κανείς, πώς τα δένδρα δίνουν 'ίσκιο, πώς τα άλογα μπορούν να τρέχουν γρήγορα και τα αυτοκίνητα ακόμα γρηγορότερα, πώς τα σκυλιά δαγκώ­νουν, πώς το φεγγάρι είναι μακριά, πώς ό άνθρωπος στον καθρέφτη δεν είναι κάτι αυθεντικό.



Και μόνον σε μια ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης του ανθρώπου διευρύνεται συνεχώς ό κύκλος των ιδιοτήτων εκεί­νων οι όποιες εμπεριέχονται σε διάφορα αντικείμενα και όντα. Σε μια ανώτερη ανάπτυξη αποκτούν τα αντικείμενα και τα όντα αυτά εσωτερική αξία και εν τέλει εσωτερικό ήχο. Το 'ίδιο ακριβώς συμβαίνει με το χρώμα, το όποιο μπο­ρεί σε χαμηλή βαθμίδα ψυχικής ευαισθησίας να προκα­λέσει μια επιφανειακή μόνον επενέργεια, μια επενέργεια, πού εξαφανίζεται σύντομα μετά τη λήξη της διέγερσης. Άλλα και στην κατάσταση αυτή ή απλούστατη αυτή επε­νέργεια ποικίλει. Προσελκύεται το μάτι περισσότερο και εντονότερα από τα πιο ανοιχτά χρώματα και ακόμα περισ­σότερο και ακόμα εντονότερα από τα πιο ανοιχτά, πιο ζεστά: το κόκκινο-κιννάβαρι προσελκύει και διεγείρει, όπως ή φλόγα, την οποία κοιτάζει ό άνθρωπος πάντοτε με λαχτά­ρα. Το ζωηρό κίτρινο του λεμονιού προκαλεί πόνο στο μά­τι και μετά την πάροδο αρκετού χρόνου, όπως στο αυτί μια όξύηχη σάλπιγγα. Το μάτι γίνεται ανήσυχο δεν αντέχει για πολλή ώρα στη θέα και αναζητεί να βυθισθεί και να ηρεμή­σει στο μπλε ή στο πράσινο. Σε μια ανώτερη όμως βαθμίδα ανάπτυξης ξεπηδά από τη στοιχειώδη επενέργεια μια βαθύ­τερα διεισδύουσα, ή οποία προκαλεί μια συγκίνηση του θυ­μικού.



II. Για το δεύτερο κύριο αποτέλεσμα της παρατήρησης του χρώματος, για την ψυχική δηλαδή επενέργεια αυτού τού 'ίδιου. Εμφανίζεται εδώ ή ψυχική δύναμη του χρώμα­τος, ή οποία προκαλεί μία ψυχική δόνηση.Παραμένει ίσως προβληματικό, το εάν είναι πράγματι ή δεύτερη αυτή επενέργεια άμεση, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από τις τελευταίες σειρές, ή το εάν επιτυγ­χάνεται συνειρμικά. Επειδή είναι γενικά ή ψυχή άρρηκτα συνδεδεμένη με το σώμα, είναι έτσι δυνατό να προκαλεί ψυχική συγκίνηση μια άλλη, αντίστοιχη της συνειρμικά. Μπορεί π.χ. να προκαλέσει το κόκκινο χρώμα μία παρό­μοια ψυχική δόνηση με εκείνη της φωτιάς, επειδή είναι το κόκκινο το χρώμα της φωτιάς. Το ζεστό κόκκινο επενεργεί διεγερτικά, μπορεί το κόκκινο αυτό να φθάσει μέχρι και σε ένα οδυνηρό βασανισμό, και μέσω ίσως της ομοιότητας με το αίμα πού κυλάει. Ξυπνά επομένως το χρώμα αυτό μία ανάμνηση ενός άλλου φυσικού αρχέγονου κίνητρου, το όποιο ασκεί απαραίτητα μια βασανιστική επίδραση πάνω στην ψυχή.




Δεν είναι όμως διόλου δυνατή ή επίτευξη τέτοιων εξη­γήσεων. Γιατί όσον αφορά την γεύση του χρώματος, είναι γνωστά διάφορα παραδείγματα, όπου ή εξήγηση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Διηγείται ένας γιατρός από τη Δρέσδη για κάποιον από τους ασθενείς του, τον όποιο χα­ρακτηρίζει σαν 'ένα «πνευματικά ασυνήθιστα εξέχον» άτο­μο, πώς γευόταν μια ορισμένη σάλτσα πάντοτε και αλάνθα­στα «μπλε», την αισθανόταν δηλαδή όπως το μπλε χρώμα. Θα μπορούσε 'ίσως κανείς να παραδεχθεί μία παρόμοια, άλ­λα διαφορετική βέβαια εξήγηση, πώς ακριβώς σε πολύ καλλιεργημένα άτομα οι δρόμοι προς την ψυχή είναι τόσο άμεσοι και μπορούν να επιτευχθούν οι εντυπώσεις αυτών των ίδιων τόσο γρήγορα, ώστε να φθάνει μία επενέργεια, ή οποία περνάει διαμέσου της γεύσης, αμέσως στην ψυχή και να επιτρέπει την συνήχηση των αντίστοιχων δρόμων από την ψυχή στα άλλα υλικά όργανα (στην περίπτωση μας — μάτι). Θα επρόκειτο για μιας κάποιας μορφής ηχώ ή αντή­χηση, όπως συμβαίνει με μουσικά όργανα, όταν, δίχως να εγγυηθούν αυτά τα 'ίδια, συνηχούν μαζί με κάποιο άλλο όρ­γανο, το όποιο εγγίζεται άμεσα. Τέτοια υπέρ-αισθαντικά άτομα είναι σαν καλοπαιγμένα βιολιά, πού δονούνται σε κάθε επαφή με το δοξάρι σε όλα τα μέρη και τις Ίνες.




Με την παραδοχή αυτής της εξήγησης δεν πρέπει βέ­βαια να θεωρείται ή όραση συναρτημένη μόνον με την γεύ­ση, άλλα και με όλες τις άλλες αισθήσεις. Και έτσι συμβαί­νει όντως. Μπορούν μερικά χρώματα να είναι σκληρά, να χτυπούν στο μάτι, ενώ απεναντίας άλλα γίνονται αισθητά σαν κάτι λείο, βελούδινο στην υφή, έτσι πού θα τα χαϊδεύει κανείς με ευχαρίστηση (μπλε ουλτραμαρίν σκούρο, πράσι­νο τού οξειδίου τού χρωμίου, λάκα τού κόκκινου τού ριζαριού-Κrapplack). Και αυτή ή ίδια ή διαφορά ανάμεσα στο ψυχρό και στο θερμό τού τόνου των χρωμάτων βασίζε­ται πάνω σ' αυτήν την αίσθηση. Υπάρχουν παρόμοια χρώματα απαλά στην εμφάνιση (λάκα του κόκκινου του ριζαριού) ή άλλα πού εμφανίζονται μόνιμα σκληρά (πράσινο του κοβαλτίου, οξείδιο του πράσινου-μπλε), έτσι ώστε είναι δυνατόν να εκληφθεί το φρεσκοβγαλμένο από το σωληνά­ριο χρώμα σαν ξερό.

Ή έκφραση «ευωδιαστά χρώματα» είναι γενικά εύχρη­στη.



Στο βαθμό όμως πού δεν μας φαίνεται στην περίπτωση αυτή ό συνειρμός ικανοποιητικός, δεν μπορούμε τότε να θεωρούμε επαρκή την εξήγηση αυτή και όσον αφορά την επενέργεια του χρώματος πάνω στον ψυχισμό. Είναι λοιπόν εν γένει το χρώμα ένα μέσο για την άσκηση μιας άμεσης επήρειας πάνω στην ψυχή. Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι είναι το σφυρί. ' Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές.



' Ο καλλιτέχνης είναι το χέρι πού κάνει μέσω εκείνου ή του άλλου πλήκτρου την ανθρώπινη ψυχή να δονηθεί επω­φελώς."Έτσι είναι προφανές πώς πρέπει να βασίζεται ή αρμονία των χρωμάτων μόνον στο αξίωμα της επωφελούς προσέγγισης της ανθρώπινης ψυχής."Η βάση αυτή πρέπει να χαρακτηριστεί σαν αξίωμα της εσωτερικής αναγκαιότητας».

απόσπασμα από το βιβλίο του το «Πνευματικό στην Τέχνη»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου